- κραταιγυαλος
- κραταιγύαλοςκρᾰται-γύᾰλος2состоящий из крепких выпуклых половин, т.е. крепкий, прочный
(θώρηκες Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θώρηκες Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κραταιγύαλος — κραταιγύαλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + γύαλον «ημιθωράκιο»] … Dictionary of Greek
κραταιγύαλον — κραταιγύαλος with strong masc/fem acc sg κραταιγύαλος with strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιγυάλους — κραταιγύαλος with strong masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιγύαλοι — κραταιγύαλος with strong masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek